λιθολογία — η (Α λιθολογία) [λιθολόγος] νεοελλ. αδόκιμος όρος για την πετρολογία αρχ. 1. η θεμελίωση με δομικούς λίθους 2. σωρός λίθων … Dictionary of Greek
λιθολογίαν — λιθολογίᾱν , λιθολογία laying of a foundation of unworked stones fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Litología — (Del gr. lithos, piedra + logos , ciencia.) ► sustantivo femenino GEOLOGÍA Parte de la geología que estudia las rocas y, en especial, las sedimentarias. SINÓNIMO petrografía * * * litología (del gr. «lithología») f. Parte de la *geología que… … Enciclopedia Universal
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
λιθολογικός — ή, ό [λιθολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθολογία … Dictionary of Greek
λιθολόγος — ο (Α λιθολόγος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τη λιθολογία αρχ. 1. αυτός που συγκεντρώνει λίθους για οικοδόμηση και τούς εφαρμόζει χωρίς να είναι πελεκημένοι σε τετράγωνο σχήμα 2. κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λόγος (< λέγω), πρβλ. βιο… … Dictionary of Greek
litología — (Del gr. λιθολογία). f. Parte de la geología que trata de las rocas … Diccionario de la lengua española