λιθολογία

λιθολογία
λιθολογίᾱ , λιθολογία
laying of a foundation of unworked stones
fem nom/voc/acc dual
λιθολογίᾱ , λιθολογία
laying of a foundation of unworked stones
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιθολογία — η (Α λιθολογία) [λιθολόγος] νεοελλ. αδόκιμος όρος για την πετρολογία αρχ. 1. η θεμελίωση με δομικούς λίθους 2. σωρός λίθων …   Dictionary of Greek

  • λιθολογίαν — λιθολογίᾱν , λιθολογία laying of a foundation of unworked stones fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Litología — (Del gr. lithos, piedra + logos , ciencia.) ► sustantivo femenino GEOLOGÍA Parte de la geología que estudia las rocas y, en especial, las sedimentarias. SINÓNIMO petrografía * * * litología (del gr. «lithología») f. Parte de la *geología que… …   Enciclopedia Universal

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • λιθολογικός — ή, ό [λιθολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθολογία …   Dictionary of Greek

  • λιθολόγος — ο (Α λιθολόγος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τη λιθολογία αρχ. 1. αυτός που συγκεντρώνει λίθους για οικοδόμηση και τούς εφαρμόζει χωρίς να είναι πελεκημένοι σε τετράγωνο σχήμα 2. κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λόγος (< λέγω), πρβλ. βιο… …   Dictionary of Greek

  • litología — (Del gr. λιθολογία). f. Parte de la geología que trata de las rocas …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”